- λωτῷ
- λωτόςclovermasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λωτώ — λωτῶ, έω (Α) [λωτός] 1. ανοίγω, θάλλω 2. (κατά τον Ζωναρά) παίζω αυλό 3. (κατά τον Ησύχ.) «λωτεῡσι δέ, πάχνη, άνθεῑ ποιοῡσιν αἰσχρότητες» … Dictionary of Greek
λωτῶ — λωτέω play the flute pres subj act 1st sg (attic epic doric) λωτέω play the flute pres ind act 1st sg (attic epic doric) λωτός clover masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωτῶι — λωτῷ , λωτός clover masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LOTOPHAGI — pop. in Africa apud Syrtes, a Loti arbotis fructûs esu sic dicti; cuius cibus est tam dulcis, ut advenis incutiat patriae oblivionem. Itaque cum Ulyssis socii delati fuissent in Africam, et lotum gustâslent, vix inde abduci potuêrunt. Hom. Od. 9 … Hofmann J. Lexicon universale
λωτός — I Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Diospyrus kaki, της οικογένειας των εβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 14 μ. Χάρη στην ωραία κόμη του, με το σκούρο πράσινο, σχεδόν μεταλλικό χρώμα, εκτιμάται και ως… … Dictionary of Greek